
Ως καύσωνας, ορίζεται μια περίοδος θερμοκρασιών που ξεπερνούν τους 32 βαθμούς Κελσίου, για περισσότερο από 3 ημέρες. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι προειδοποιήσεις των αρχών για αυξημένα μέτρα προσοχής εκ μέρους των κατοίκων, είναι συνήθεις-και πολύ λογικά. Ακόμα και τα υγιή άτομα κινδυνεύουν κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα.
Όπως αναφέρει σχετικά ο διευθυντής του Κέντρου Duke για την Υπερβαρική Ιατρική και την Περιβαλλοντική Φυσιολογία, Claude Piantadosi, ο ανθρώπινος οργανισμός δεν είναι φτιαγμένος ώστε να παραμένει επί μακρόν σε θερμοκρασίες που ξεπερνούν κατά πολύ την εσωτερική των 37 βαθμών Κελσίου.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το σώμα παραμένει δροσερό όταν αποβάλλει την υπερβάλλουσα ενέργεια με τη μορφή θερμότητας προς το περιβάλλον. Αυτό το πετυχαίνει καταρχήν με την αγωγιμότητα-τη μεταφορά θερμικής ενέργειας στην επιφάνεια του δέρματος, είτε με τη μεταγωγή-τη μεταφορά της θερμικής ενέργειας στην ατμόσφαιρα. Όσο αυξάνεται η θερμοκρασία, τόσο δυσκολότερη είναι η αποβολή της θερμότητας. Καθώς η θερμοκρασία αγγίζει τους 40 βαθμούς, η διαδικασία αντιστρέφεται και η εξωτερική θερμότητα εισβάλλει κυριολεκτικά στο σώμα. Στο σημείο αυτό, αναλαμβάνει η εφίδρωση. Καθώς ο υγρός ιδρώτας θερμαίνεται, τα μόρια γίνονται περισσότερο ενεργά και τελικά μετατρέπονται σε νερό που εξατμίζεται, αφαιρώντας περαιτέρω θερμότητα από τον οργανισμό. Ωστόσο, οι συνθήκες υψηλής υγρασίας καθιστούν τον μηχανισμό αυτό αναποτελεσματικό, καθώς ο ιδρώτας δε μπορεί να εξατμιστεί όταν η ατμόσφαιρα είναι ήδη υγρή.
Αντίθετα, ο ξηρός αέρας της ερήμου μπορεί να είναι λιγότερο επιβαρυντικός, καθώς το ξερό κλίμα επιτρέπει την εξάτμιση του ιδρώτα του δέρματος. Αυτό αποτελεί και το μόνο λόγο που οι άνθρωποι μπορούν να επιβιώνουν σε θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών. Όμως με την εφίδρωση, το σώμα αποβάλλει και άλατα, τα οποία χρειάζονται αρκετό χρόνο προκειμένου να αναπληρωθούν. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, όσοι εκτίθενται σε υψηλές θερμοκρασίες θα πρέπει να πίνουν τόσο νερό, ώστε να ουρούν με τη συνήθη συχνότητα. Αντίθετα, μια σκούρα απόχρωση των ούρων αποτελεί ένδειξη αφυδάτωσης. Εναλλακτικά, μπορεί κάποιος να διαλύσει ένα κουτάλι ζάχαρη και ένα κουτάλι αλάτι σε ένα λίτρο νερό. Το αλάτι θα αναπληρώσει τα χαμένα άλατα ενώ η ζάχαρη θα βοηθήσει τη μεταφορά του στα εντερικά τοιχώματα.
Η μειωμένη κατανάλωση νερού σε ακραίες τιμές θερμοκρασίας, οδηγεί σε αφυδάτωση. Αυξάνεται η ροή του αίματος στο δέρμα, καθώς και η εφίδρωση. Η θερμοκρασία του σώματος αυξάνεται,
Τέλος, ο εγκέφαλος επηρεάζεται σοβαρά από τη μειωμένη κυκλοφορία του αίματος, γεγονός που εξηγεί και γιατί συχνά οι άνθρωποι που έχουν πάθει καταπληξία από τη ζέστη παίρνουν λανθασμένες, συχνά μοιραίες αποφάσεις.
Read more: http://frapedoypoli.blogspot.com/2014/09/blog-post_46.html#ixzz3CFVUzB00